- συγκόσμησις
- συγκόσμ-ησις, εως, ἡ,A adornment, BCH5.479 ([place name] Samos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκόσμησις — ήσεως, ἡ, Α [συγκοσμῶ] τέλειος στολισμός … Dictionary of Greek
συγκόσμησιν — συγκόσμησις adornment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)